- ξεσκέπασμα
- το [ξεσκεπάζω]1. η αφαίρεση τού σκεπάσματος, τού καλύμματος από ένα αντικείμενο2. μτφ. αποκάλυψη, γνωστοποίηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξεσκέπασμα — το, ατος 1. αφαίρεση του σκεπάσματος ή της στέγης. 2. μτφ., φανέρωμα, αποκάλυψη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανακάλυψη — Η δημιουργία γνώσης για κάτι που υπάρχει, αλλά είναι άγνωστο. Η εύρεση μιας νέας χώρας, ενός νέου χημικού νόμου, ενός νέου γαλαξία. Οι πρώτοι εξερευνητές που αναφέρονται στην ιστορία ήταν Αιγύπτιοι ναυτικοί που ανακάλυψαν τις ακτές της Ερυθράς… … Dictionary of Greek
αποκάλυψη — Όρος με ευρύ θρησκευτικό περιεχόμενο που τον χρησιμοποιούν όλες οι θρησκείες, και με ιδιαίτερο τρόπο ο χριστιανισμός. O άνθρωπος αισθάνεται μέσα του τη βαθιά ανάγκη να ανακαλύψει το νόημα του κόσμου και της ζωής, αλλά βλέπει πως μόνος του δεν το… … Dictionary of Greek
αποστέγαση — η (Α ἀποστέγασις) νεοελλ. αφαίρεση της στέγης ή οποιουδήποτε επικαλύμματος, ξεσκέπασμα αρχ. στέγασμα, προφύλαγμα … Dictionary of Greek
ξεβράκωμα — το 1. αφαίρεση τού βρακιού, τής περισκελίδας 2. αποκάλυψη κακής πράξης, ξεσκέπασμα … Dictionary of Greek
ξεγύμνωμα — το 1. απογύμνωση, γδύσιμο 2. μτφ. αποκάλυψη τών αδυναμιών ή τών ελαττωμάτων κάποιου, ξεσκέπασμα … Dictionary of Greek
στριπτίζ — και στριπτήζ, το, Ν άκλ. 1. επίδειξη σε νυχτερινό κέντρο κατά την οποία η ερμηνεύτρια γδύνεται τελείως αργά αργά και με χορευτικές κινήσεις 2. μτφ. αποκάλυψη, ξεσκέπασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. strip tease < strip «γδύνομαι» + tease «πειράζω»] … Dictionary of Greek
αποκαλυπτήριος, -ια, -ιο — αποκαλυπτήριος, α, ο αυτός που συντελεί στο ξεσκέπασμα, στο φανέρωμα· ο πληθ. του ουδ. ως ουσ., τα αποκαλυπτήρια τελετή κατά την οποία ο ανδριάντας ή άλλο μνημείο ξεσκεπάζεται, για να το βλέπουν πια όλοι: Έγιναν τα αποκαλυπτήρια του ανδριάντα του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεγύμνωμα — το, ατος 1. η πράξη και το αποτέλεσμα του ξεγυμνώνω, το ξεσκέπασμα. 2. μτφ., αποκάλυψη αδυναμιών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεκαπάκωμα — το, ατος η πράξη και το αποτέλεσμα του ξεκαπακώνω, αφαίρεση του καπακιού, το ξεσκέπασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)